-
1 διά(β)ολος
ο дьявол, сатана, чёрт, бес;τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;
§ τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;
σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;
είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;
τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;
τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;
ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;
ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;
στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;
διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;
να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;
ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;
στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;
από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;
γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;
εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;
στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках -
2 διά(β)ολος
ο дьявол, сатана, чёрт, бес;τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;
§ τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;
σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;
είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;
τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;
τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;
ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;
ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;
στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;
διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;
να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;
ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;
στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;
από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;
γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;
εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;
στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках -
3 κλήρα
η1) чаще бран. наследник, чадо;του διαβόλου ( — или καταραμένη) κλήρα — дьявольское отродье;
2) судьба, доля;δεν έχω κλήρα στον κόσμο — мне не везёт в жизни;
§ ανθρώπινη ( — или του ανθρώπου) κλήρα — человеческий род, человечество
-
4 καταδυναστευω
1) притеснять, угнетать(τῶν πολιτῶν Diod.)
2) перен. подавлять, губить(τινά Xen.)
3) pass. быть одержимым -
5 μεθοδεια
-
6 θηλυκό(ν)
τό1) разг женщина;του διαβόλου (τό) θηλυκό(ν) — хитрая женщина;
2) самка;3) грам, существительное женского рода -
7 θηλυκό(ν)
τό1) разг женщина;του διαβόλου (τό) θηλυκό(ν) — хитрая женщина;
2) самка;3) грам, существительное женского рода -
8 κάλτσα
η чулок, носок;§ του διαβόλου κάλτσα — дьяволёнок; — умница, хитрец
-
9 δουλειά
η1) работа (в разн. знач); труд; дело;παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;
έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;
είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;
πιάνω δουλειά — поступить на работу;
απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;
δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;
σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;
δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;
ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;
αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;
καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;
εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;
είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;
τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;
πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;
τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;
τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;
2) дела, состояние дел;πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;
δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;
η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;
3) хлопоты, заботы, беспокойство;αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;
θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;
4) дело, предмет заботы;αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;
κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;
αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;
είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;
§ άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;
λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
δουλειές με φούντες — гиблое дело;
βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;
εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;
χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;
ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;
τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;
η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится
См. также в других словарях:
ди˫аволь — (217) пр. притяж. к ди˫аволъ: стати крѣпъцѣ противѹ ди˫аволемъ къзньмъ. ЖФП XII, 43г; и ди˫авол˫а шатани˫а въ земли попираѥмъ. СкБГ XII, 17а; хотѩще. избавитисѩ ѿ горькааго плѣнѥни˫а ди˫авол˫а. (τοῦ διαβόλου) КЕ XII, 224б; блазнь бо не х[о]тию… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek
Ταρτίνι, Τζουζέπε — (Tartini, Πιράνο ντ’ ΄Ιστρια 1692 – Πάντοβα 1770). Ιταλός βιολιστής και συνθέτης. Αφού έκανε ουμανιστικές και μουσικές σπουδές σε εκκλησιαστικές σχολές, ο Τ. αρνήθηκε να μπει στο τάγμα των φραγκισκανών και δέχτηκε, για να ικανοποιήσει έστω και… … Dictionary of Greek
μετεωρίτες — Θραύσματα στερεού υλικού, αστρικής προέλευσης, που περνούν από την πλησιόχωρο περιοχή της Γης ή πέφτουν πάνω στην επιφάνειά της. Η υψηλή θερμοκρασία (μέχρι 25000 C) που αναπτύσσεται, αποτέλεσμα της μεγάλης ταχύτητας με την οποία διασχίζουν την… … Dictionary of Greek
μεφιστοφελικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Μεφιστοφελή, στο πρόσωπο τού διαβόλου που αναφέρεται στον Φάουστ τού Γκαίτε 2. σατανικός, διαβολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mephistophelique < Μephistopheles, όν. τού διαβόλου στον Φάουστ… … Dictionary of Greek
συνεργία — και συνέργεια, η, ΝΜΑ [συνεργός / συνεργής] 1. το να είναι κανείς συνεργός σε κάτι, σύμπραξη, συνεργασία («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.) 2. φρ. «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» με την έμπνευση και την καθοδήγηση τού… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek